- ἐχθιζινοῦ
- ἐχθιζινόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχθιζινός — ἐχθιζινός, ή, όν (Α) εχθεσινός («μένω γὰρ ἐξ ἐχθιζινοῡ», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού χθιζινός* < χθιζός < χθες*] … Dictionary of Greek